- αλληλοβοήθεια
- ηαμοιβαία βοήθεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο-* + βοήθεια].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλληλοβοήθεια — η η αμοιβαία βοήθεια: Πολλά εργατικά σωματεία έχουν δημιουργήσει και ταμεία αλληλοβοήθειας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλληλεγγύη — Η ηθική ή υλική αλληλοβοήθεια ανάμεσα στα μέλη μιας κοινωνίας ή μιας ομάδας της· η αμοιβαία εγγύηση· η αμοιβαία σχέση δύο ή περισσότερων ατόμων με πνεύμα δικαιοσύνης και αδελφότητας που εκδηλώνεται σε πράξεις αλληλοεξυπηρέτησης. Η α. διακρίνεται… … Dictionary of Greek
αδελφοποιία — η (Μ ἀδελφοποιία) [ἀδελφοποιῶ] σύσταση αδελφικού δεσμού ανάμεσα σε μη συγγενείς με θρησκευτική τελετή ή άλλη διαδικασία με σκοπό την ισόβια αδελφική αγάπη και αλληλοβοήθεια … Dictionary of Greek
αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… … Dictionary of Greek
αλληλεγγυότητα — η [αλληλέγγυος] 1. κοινή ευθύνη ή υποχρέωση 2. αλληλοβοήθεια, συμπαράσταση … Dictionary of Greek
αλληλοβοηθητικός — ή, ό ο σχετικός με την αλληλοβοήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλοβοηθούμαι, βλ. αλληλοβοηθιέμαι] … Dictionary of Greek
κυριαρχία — Με την ευρύτερη σημασία του όρου εννοείται το κύρος, η αυθεντία και η δύναμη επιβολής που ασκείται από κάποιον σε οποιονδήποτε τομέα των κοινωνικών και διαπροσωπικών σχέσεων. Με τη στενή νομική έννοια σημαίνει την ανώτατη εξουσία επιρροής ή… … Dictionary of Greek
νίβω — και νίπτω και νίφτω (AM νίπτω και νίβω, Α και νίζω, Μ και νίβγω) 1. (αρχ. και μέσ. νίπτομαι) πλένω μέρος τού σώματος, ιδίως το πρόσωπο και τα χέρια 2. κάνω καθαρμό, καθαίρω, εξαγνίζω («νίψον ἀνομήματα μὴ μόναν ὄψιν», βυζαντ. καρκινική επιγρ. σε… … Dictionary of Greek
πρωτοσυνεργασία — η, Ν βιολ. οι αμοιβαίες επιδράσεις που ασκούν πολλά είδη φυτών και ζώων με τρόπους γενικούς και έμμεσους αλλά ευεργετικούς και για τα δύο είδη, αλλ. αλληλοβοήθεια … Dictionary of Greek
συμβίωση — Ιδιαίτερη μορφή σχέσης μεταξύ δύο ή περισσότερων ζωικών ή φυτικών οργανισμών που ανήκουν σε διαφορετικά είδη. Η σ. λέγεται αμοιβαία όταν αποβαίνει σε όφελος διάφορων συμβιούντων ατόμων, που αλληλοβοηθούνται· αντίθετα λέγεται ανταγωνιστική όταν… … Dictionary of Greek